Ασταρτη






Κάθε χώρα, κάθε πόλη, κάθε χωριό έχει τους δικούς του εντυπωσιακούς αστικούς θρύλους όπου εξαπλώνονται με αστραπιαία ταχύτητα από άνθρωπο σε άνθρωπο. Μερικοί είναι φανταστικών γεγονότων, άλλοι πάλι στηρίζονται σε πραγματικά γεγονότα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι πάντα θέλεις να τους ακούς. Πάντα θέλεις να μαθαίνεις και έναν καινούριο. Πάντα πριν πέσεις για ύπνο τον ξανασκέφτεσαι και σκεπάζεσαι μέχρι το κεφάλι για να έχεις την υποτιθέμενη προστασία που σου προσφέρουν τα σκεπάσματα. Έτσι και η παρακάτω ιστορία είναι άλλος ένας αστικός θρύλος που μου τον διηγήθηκε ένας φίλος. Συνέβη πριν χρόνια όταν ήταν φοιτητής, αλλά ακόμα και τώρα όποτε τον θυμάται του σηκώνονται οι τρίχες στο σβέρκο.

Έκλεισε γεμάτος νεύρα το τάβλι την ώρα που η μουσική στην καφετέρια είχε σταματήσει για να μπει καινούριο κομμάτι. Η παρέα στο διπλανό τραπέζι γύρισε από περιέργεια να δει τι συμβαίνει. 

«Έλα ρε μαλάκα, δεν ξανά παίζω μαζί σου τάβλι! Αυτή η μπλούζα φταίει. Κάθε φορά που την φοράς και παίζουμε τάβλι πάντα κάνεις τα απίστευτα και κερδίζεις. Ε, το μαλακισμένο το Μαύρο Πρόβατο», Είπε αναψοκοκκινισμένος ο Νίκος καθώς έδειχνε με το χέρι του την μπλούζα του Πι. Ήταν ένα μπλε κοντομάνικο μακό μπλουζάκι όπου στο κέντρο είχε στη σειρά τρία πρόβατα, το μεσαίο ήταν μαύρο και κοιτούσε αδιάφορα ευθεία μπροστά καθώς τα δυο άσπρα που βρίσκονταν αριστερά και δεξιά του, το κοιτούσαν καχύποπτα.
     
«Ναι ρε, σίγουρα αυτό φταίει. Είναι απλά τα πράγματα, δεν ξέρεις να παίζεις». Κορδώθηκε και άρχισε να χαϊδεύει την μπλούζα του γεμάτος ευχαρίστηση. 
«Άσε ρε, που δεν ξέρω να παίζω. Θα στη σκίσω την γαμημένη κάποια μέρα. Μαλάκα!» Άναψε το τσιγάρο του, έκατσε πίσω και βυθίστηκε  στον καναπέ προσπαθώντας να ηρεμήσει.
     
Είχαν περάσει αρκετά λεπτά από την στιγμή που είχαν κλείσει το τάβλι όταν ο Θανάσης μπήκε στην καφετέρια ψάχνοντας να βρει σε ποιο τραπέζι ήταν οι δυο φίλοι του. Κατευθύνθηκε προς το μέρος τους, είδε ότι στο τραπέζι υπήρχε ένα κλειστό τάβλι. Το πρώτο που παρατήρησε ήταν τα πόδια του Νίκου, κουνιόντουσαν νευρικά πάνω κάτω. Κατάλαβα... ένα τάβλι, ο Νίκος κατακόκκινος, τα κάτω του άκρα να κουνιούνται  σαν ζελέ όταν ανοίγεις την πόρτα του ψυγείου, και ο Πι με μπλε μπλούζα, όπου είμαι σίγουρος ότι είναι αυτή με τα πρόβαταΑυτό, πάντα, ένα πράγμα σημαίνει... ότι έχασε στο τάβλι με μεγάλη διαφορά από το "Μαύρο Πρόβατο", σκέφτηκε.

Τους χαιρέτησε και πριν κάτσει έβγαλε από την τσέπη του το κινητό και το ακούμπησε στο τραπέζι. Μετά έβγαλε τα γυαλιά ηλίου, το πορτοφόλι, τα κλειδιά του σπιτιού και τέλος το πακέτο με τα τσιγάρα του και τα άφησε δίπλα στα άλλα. Τα πέντε βασικά βήματα της τελετουργίας πριν πιει το καφέ του ή το ποτό του, όπου το τηρούσε ευλαβικά εδώ και χρόνια. 
     
Η ώρα περνούσε, μιλούσαν για τα πάντα, μετά τον καφέ ήρθαν οι μπύρες, όταν ήρθε και η δεύτερη γύρα είχε πλέον πάει δέκα το βράδυ. Πήρε ένα τσιγάρο από το πακέτο του, το έβαλε στα χείλια του και είπε ο Θανάσης. « Λοιπόν, έχω να σας πω κάτι που είχε γίνει πριν χρόνια και δεν έχω μιλήσει ποτέ σε κανέναν για αυτό». Το άναψε τράβηξε μια βαθιά τζούρα. « Είχε γίνει τέτοιες μέρες, λίγο πριν τα Χριστούγεννα». Έκανε άλλη μια παύση για να πιει μια γεμάτη γουλιά από την μπύρα του και να τους αφήσει λίγο ακόμα σε αναμονή. Το ευχαριστιόταν, ήξερε ότι τους είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον. 
     
Ο Πι και ο Νίκος κρεμόντουσαν από τα χείλη του. Με μια φωνή και οι δυο τους είπαν «τελείωνε ρε μαλάκα. Πες μας άντε!»
Τους κοίταξε, χαμογέλασε και ξεκίνησε την ιστορία του.
    

Πριν χρόνια όταν ήμουν φοιτητής στην επαρχία, είχα σχέση με  μια κοπέλα, την Αγάπη. Με τον καιρό είχαμε γνωριστεί καλύτερα οπότε μιλάγαμε για πιο προσωπικά θέματα, ξέροντας ότι δεν θα περάσει ο ένας τον άλλον για τρελό. Λίγο πριν κλείσει η σχολή μας για τις γιορτές των Χριστουγέννων μου είπε η Αγάπη για ένα γεγονός που συμβαίνει κάθε χρόνο, τα τελευταία χρόνια στο πατρικό της σπίτι.

«Φέτος θα έρθεις να περάσουμε τις γιορτές με τους γονείς μου;», τον ρώτησε γεμάτη αγωνία, ελπίζοντας ότι αυτή την φορά θα πει ναι.
« Βρε Αγάπη μου, το ξέρεις ότι δεν μπορώ». Είδε τα μάτια της να χαμηλώνουν και ένιωσε την λύπη της. « Πρέπει να πάω στον Πειραιά, στους δικούς μου. Έχω μήνες να τους δω. Εσένα είναι κοντά το χωριό σου, όποτε θέλουν έρχονται ή πας εσύ.»
«Το  ξέρεις ότι μισώ αυτές τις γιορτές! Τα δυο τελευταία χρόνια λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα ξέρεις τι γίνετε...» Εγώ πάντως δεν πρόκειται να το ξεχάσω ποτέ.

Την πρώτη φορά, αργά το βράδυ, η Αγάπη, είχε ακούσει μια αντρική φωνή έξω από το σπίτι να φωνάζει "Αστάρτη- Αστάρτη". Την δεύτερη χρονιά, πάλι αργά το βράδυ είδε μια κοπέλα με ένα λευκό φόρεμα να περνάει μπροστά από το δωμάτιο της. Σηκώθηκε από το γραφείο της, πήγε στην πόρτα του δωματίου της, έβγαλε δειλά-δειλά το κεφάλι της στον διάδρομο αλλά δεν είδε τίποτα. Έκλεισε την πόρτα της, και έκατσε στο γραφείο της με την καρδιά της να χτυπά σαν τρελή. Κάτι μέσα της, της έλεγε ότι αυτή που είδε ήταν η Αστάρτη που είχε ακούσει να φωνάζει η αντρική φωνή πριν ένα χρόνο. Ήταν σίγουρη ότι κάπου είχε διαβάσει κάποια πράγματα για αυτήν. Αμέσως άνοιξε το Google και έγραψε στην μηχανή αναζήτησης την λέξη Αστάρτη. Έβγαλε 51.000 αποτελέσματα, πάτησε στο πρώτο σύνδεσμο και άρχισε να διαβάζει. Η Αστάρτη ήταν θεά των λαών της Ανατολής. Λατρεύτηκε στην Τύρο και στην Σιδώνα, από όπου και την πήραν και οι Κύπριοι. Ήταν κόρη της Σιν, της σελήνης και δίδυμη αδελφή του Σαμάς, του Ήλιου και της θεάς του Άδη Ερεσκιγκάλ. Την θεωρούσαν θεά μητέρα και ήταν θεά του ουρανού, της ομορφιάς, του έρωτα και της μητρότητας. Η σκοτεινή πλευρά της Αστάρτης συνδέεται με τον κάτω κόσμο και την μεταθανάτια κατάσταση. Αναφέρεται και με άλλα ονόματα όπως Ασταρώθ, Αθάρ, Βααλίς κ.α. Οι Έλληνες την ταύτισαν με την Αφροδίτη,με την Ήρα και τη Σελήνη. Επίσης αναφέρεται και στην αγία γραφή μαζί με τον Βάαλ ( κριτές 2,13, 3,7), ( κριτές 2,13 .  10,6 κ.α.), (Γ΄ Βασιλέων 11,5 . 11,33) , (Α΄ Βασιλέων 31,10) και σε πολλά άλλα. Όχι, όλα είναι της φαντασίας μου! Δεν είδα τίποτα. Όλα αυτά είναι παιχνίδια του μυαλού μου, ήταν η πρώτη της σκέψη.

«Ναι ξέρω τι έγινε τις τελευταίες φορές. Έλα αυτά είναι παραμύθια, θα ήσουν επηρεασμένη από καμία ταινία ή κάτι τέτοιο, και έτσι είδες ότι είδες». Τα λόγια του την επανέφερε από τις σκέψεις της.
«Σε ευχαριστώ πολύ! Μια φορά σου ζήτησα να είσαι και εσύ μαζί μου, αλλά φαίνεται ότι δεν σε νοιάζει καθόλου». Σηκώθηκε και έφυγε νευριασμένη.
«Θα μιλάμε συνέχεια στο τηλέφωνο, όλο το βράδυ». Της είπε με απολογητικό ύφος καθώς την έβλεπε να φεύγει από το δωμάτιο. Εκείνη χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει σήκωσε το χέρι της και έκανε ένα νεύμα  σαν να του έλεγε φύγε από εδώ.   
Ας ελπίσουμε ότι δεν θα μου κρατήσει μούτρα για πολύ καιρό...  σκέφτηκε και άναψε το τσιγάρο του. 

Οι μέρες περάσανε, η Σχολή έκλεισε  και οι φοιτητές γύρισαν στα σπίτια τους. Ο θυμός της Αγάπης πέρασε αναπάντεχα γρήγορα. Ίσως επειδή ο Θανάσης ήταν πολύ γλυκός για να του κρατάει μούτρα ή επειδή, πολύ απλά, φοβόταν να είναι μόνη της τα βράδια και τον χρειαζόταν . Όλα κυλούσαν ομαλά ώσπου ένα βράδυ η "παράδοση" συνεχίστηκε...

«Έλα μην κοιμηθείς. Κάνε μου λίγο ακόμα παρέα, δεν ξέρω νιώθω κάπως ανήσυχη απόψε». Του είπε ικετευτικά.

Εκείνος προσπαθούσε να μην αποκοιμηθεί παρόλο που νύσταζε τρομερά. Κάποια στιγμή το κινητό του κλείνει , προσπαθεί να την ξανά καλέσει αλλά στο ακουστικό του ακούγεται εκείνη η γνώριμη γυναικεία φωνή « Ο συνδρομητής που καλέσατε έχει πιθανόν κλειστό το τηλέφωνό του». Προσπάθησε ξανά και ξανά, μα πάντα ακουγόταν το ηχογραφημένο μήνυμα. Μάλλον θα έκλεισε το κινητό της από μπαταρία, θα με καλέσει εκείνη όταν το φορτίσει. Έκλεισε τα μάτια του και περίμενε. 

Κόπηκε η γραμμή, θα με πάρει φαντάζομαι. Σκέφτηκε και χάζευε σε μια σελίδα με τσάντες στο internet. Εάν όμως αποκοιμηθεί και δεν με πάρει τηλέφωνο; Μπα, νομίζω ότι είμαι υπερβολική, δεν θα γίνει τίποτα.  
     
Τα μάτια της γούρλωσαν, οι τρίχες στο σβέρκο και στα χέρια της σηκώθηκαν κάγκελο. Ένιωθε την καρδιά της να χτυπά πολύ γρήγορα. Μόλις είχε ακούσει μια αντρική φωνή έξω από το σπίτι της να φωνάζει «Αστάρτη- Αστάρτη». Αρχίσαμε... νόμιζες ότι φέτος θα την γλίτωνες; σκέφτηκε φοβισμένη. Για κάμποσα δευτερόλεπτα  δεν είχε κουνηθεί, κοίταζε επίμονα την ανοιχτή πόρτα του δωματίου της  όταν είδε μια φιγούρα να διασχίζει τον διάδρομο. Πρέπει να τελειώσει αυτή η ιστορία εδώ! Δεν μπορώ να ζω με αυτό τον εφιάλτη κάθε χρόνο. Δεν είναι αλήθεια και θα το αποδείξω τώρα αμέσως!  
      
Με θαρραλέα αποφασιστικότητα σηκώθηκε από την καρέκλα, βγήκε αθόρυβα στον διάδρομο και είδε την κοπέλα με το λευκό φόρεμα να μπαίνει στο δωμάτιο των γονιών της. Όλα τελειώνουν σήμερα, δεν είναι αλήθεια. Όσο πλησίαζε την κρεβατοκάμαρα το θάρρος που είχε στην αρχή άρχισε να καταλαμβάνεται από φόβο. Μην τον αφήσεις να σε κυριεύσει. Δεν είναι αλήθεια. Κοίταξε μέσα στο δωμάτιο, η μοναδική αμυδρή πηγή φωτός ήταν μία λάμπα από τον δρόμο όπου φώτιζε ελαφρός το δωμάτιο μέσα από το παράθυρο. Έντρομη πλέον είδε την κοπέλα να έχει σκύψει προς τον πατέρα της, ελάχιστα εκατοστά πάνω από το πρόσωπό του. Ήθελε να φωνάξει με όλη την δύναμή της αλλά δεν έβγαινε ούτε άχνα. Έκλεισε τα μάτια της.  Ξύπνα είναι ένα όνειρο. Δεν είναι αλήθεια! Τα ξανά άνοιξε, απόλυτη γαλήνη, η κοπέλα είχε εξαφανιστεί και οι γονείς της κοιμόντουσαν ατάραχοι, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
      
Γύρισε στο δωμάτιό της, έκλεισε την πόρτα της και έτρεξε και κουκουλώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα του κρεβατιού της. Τι έγινε μόλις τώρα; Κοίταξε το κινητό της, δεν την είχε πάρει τηλέφωνο ο Θανάσης.  Πού να το πω; Στον Θανάση; Ούτε εγώ καλά- καλά δεν το πιστεύω αυτό που έγινε, πόσο μάλλον εκείνος. 
     
Ξημέρωσε, δεν είχε καταφέρει να κοιμηθεί ούτε ένα λεπτό. Έτρωγαν όλοι μαζί πρωινό στην κουζίνα, η Αγάπη τους παρατηρούσε  προσπαθώντας να καταλάβει εάν πήραν χαμπάρι τι έγινε χθες το βράδυ. Ήταν όλα φυσιολογικά, ένα καθημερινό γιορτινό πρωινό. Από την μια πλευρά έλεγε ότι δεν συνέβη τίποτα, από την άλλη όμως σκεφτόταν ότι όλα ήταν τόσο αληθινά. Δεν με νοιάζει, ότι και να ήταν πέρασε, ίσως θα πρέπει να μάθω να ζω με αυτό. Δεν είμαι η πρώτη ούτε η τελευταία που θα το κάνει αυτό. Άντε του χρόνου πάλι. Έσκασε το πρώτο της χαμόγελο εδώ και ώρες και συνέχισε να τρώει τα δημητριακά της.
     
Πετάχτηκε από τον καναπέ όπου τον είχε πάρει ο ύπνος,  Ωχ, η Αγάπη! Κοίταξε το κινητό του δεν είχε καμία κλήση.  Την γάμησα! Άντε τώρα να την βγάλω καθαρή... Σκέφτηκε καθώς την έπαιρνε τηλέφωνο.
    
«Έλα, καλημέρα», είπε γεμάτος ενοχές « Μόλις έκλεισε η γραμμή εχθές, στα καπάκια, σε ξανά πείρα πολλές φορές τηλέφωνο αλλά μου έλεγε ότι ήταν κλειστή η συσκευή».
«Ναι καλά, έλα πες την αλήθεια αποκοιμήθηκες αμέσως». Του απάντησε αστειευόμενη.
«Όχι, αλήθεια, δοκίμασα πολλές φορές, αλλά στο τέλος, ναι, αποκοιμήθηκα», Έβγαλε ένα πνιχτό εξασθενισμένο γέλιο.
« Δεν πειράζει, όλα καλά» είπε γαλήνια η Αγάπη.
« Τελικά τι έγινε πώς κοιμήθηκες; ».  Γιατί δεν έχει τσαντιστεί ακόμα;    
« Εάν κερνάς το βράδυ μπύρα θα στα πω όλα...» 


Η Λενιώ έφερε την καινούρια γύρα μπύρες τις άφησε στο τραπέζι και έφυγε όλο χαρά και τσαχπινιά. Και τα τρία ζευγάρια μάτια ήταν αφοσιωμένα στον αέρινο τρόπο που λικνιζόταν το κορμί της την ώρα που είχε κάνει μεταβολή και πήγαινε να πάρει άλλη μια παραγγελία. 

«Μετά από αυτό το χαρούμενο διάλειμμα ας συνεχίσουμε την ιστορία. Τι έγινε; βρεθήκατε σου είπε τι έγινε και μετά;», είπε ο Πι και σκούντηξε τον Νίκο και τον Θανάση προσπαθώντας να τους προσγειώσει ξανά στην γη.

Ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα ξανά έφερε σε μια σειρά τις σκέψεις του και είπε. «Συναντηθήκαμε, μου είπε τι είχε συμβεί εκείνο το βράδυ, την παρηγόρησα και όλα μια χαρά για μερικούς μήνες...» Τους κοίταξε περιμένοντας να ακούσει να τον παροτρύνουν να συνεχίσει. Ήξερε ότι γνώριζαν ότι δεν θα τελείωνε έτσι η ιστορία του.

« Άντε ρε μαλάκα με το τσιγκέλι θα στα βγάλουμε όλα απόψε!» Είπε νευριασμένος ο Νίκος.

Ήπιε μια γουλιά από την μπύρα του, τους κοίταξε και συνέχισε να λέει, « Μετά από λίγους μήνες  πέθανε ο πατέρας της...»Τα επόμενα δευτερόλεπτα κανείς δεν μίλησε. Τράβηξε μια τζούρα από το τσιγάρο του, « είχαμε τελειώσει την σχολή, εγώ είχα επιστρέψει στον Πειραιά και εκείνη στο χωριό της και έτσι χωρίσαμε. Μετά από λίγους μήνες με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει ότι είχε πεθάνει ο πατέρας της. Το πρώτο πράγμα που σκεφτήκαμε και οι δυο ήταν εκείνο το βράδυ που είδε την Αστάρτη πάνω από τον πατέρα της. Από τότε δεν έχω ξαναμιλήσει μαζί της δεν ξέρω εάν συνεχίζετε η "παράδοση" ή  ήταν  η τελευταία επίσκεψη.»
    
Μετά από αυτή την ιστορία άλλαξαν θέμα. Μιλούσαν γενικά και αόριστα για τα πάντα, ήπιαν και το τελευταίο ποτήρι μπύρα, πλήρωσαν την όμορφη Λενιώ και έφυγαν. 
     
Ο Θανάσης έκλεισε και κλείδωσε την πόρτα του σπιτιού του, μπήκε στο σαλόνι, άφησε το μπουφάν του και μετά διέσχισε τον διάδρομο στα αριστερά του και μπήκε στο δωμάτιο του. Έκλεισε την πόρτα πίσω του, «Επιτέλους τα κατάφερα, δεν ξύπνησα κανέναν.», έσκασε ένα χαμόγελο όλο καμάρι και άρχισε να ετοιμάζετε για ύπνο.  Έτοιμος, ας κάνουμε ένα τελευταίο τσιγάρο να χαλαρώσουμε και μετά πέφτουμε για ύπνο. Σκέφτηκε καθώς άνοιγε την μπαλκονόπορτα για να βγει στο πίσω μπαλκόνι. Μμμ, γλυκιά βράδια απόψε και ας είναι χειμώνας. Είπε από μέσα του καθώς κοιτούσε τον συννεφιασμένο ουρανό. Την στιγμή που ήταν έτοιμος να πετάξει την γόπα του ξαφνικά ακούει μια αντρική φωνή.
«Αστάρτη».
     
Κρύος ιδρώτας τον  έλουσε, τα μάτια του είχαν γουρλώσει, δεν πίστευε αυτό που μόλις τώρα είχε ακούσει. Κοίταξε κάτω στον δρόμο μήπως ήταν τα παιδιά και του έκαναν φάρσα, αλλά δεν υπήρχε κανένας. Μπήκε άρον άρον στο δωμάτιο του έκλεισε το τζάμι και στάθηκε μια στιγμή για να καταλάβει τι είχε συμβεί.
     
« Αστάρτη», ακούστηκε ξανά, καθαρά μέσα από το σπίτι αυτή την φορά.
     
« Όχι δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό σε εμένα!»

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις